στρογγυλός

στρογγυλός
η , ο , στρογγύλος, η, ον
1) круглый; округлённый, .округлый;

διάσκεψη στρογγυλης τραπέζης — совещание за круглым столом;

2) перен. круглый, округлённый (о цифрах и т. п.);

στρογγ λογαριασμός — круглый счёт;

§ στρογγυλά λόγνα — ясные, недвусмысленные слова;

στρογγυλά 'ναι και κυλάνε — погов, деньги текут как вода


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στρογγυλός" в других словарях:

  • στρογγύλος — round masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει κυκλικό ή σφαιρικό σχήμα: Η Γη είναι στρογγυλή. 2. (για αριθμούς) ακέραιος, χωρίς μονάδες ή το κλάσμα του: Ξόδεψε το στρογγυλό ποσό των 1.000 ευρώ. 3. «στρογγυλές κουβέντες», σαφή και απερίφραστα λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρογγυλώτερον — στρογγύλος round adverbial comp στρογγύλος round masc acc comp sg στρογγύλος round neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγύλα — στρογγύλος round neut nom/voc/acc pl στρογγύλᾱ , στρογγύλος round fem nom/voc/acc dual στρογγύλᾱ , στρογγύλος round fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλωτάτων — στρογγύλος round fem gen superl pl στρογγύλος round masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλώτατα — στρογγύλος round adverbial superl στρογγύλος round neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλώτατον — στρογγύλος round masc acc superl sg στρογγύλος round neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγύλον — στρογγύλος round masc acc sg στρογγύλος round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγύλων — στρογγύλος round fem gen pl στρογγύλος round masc/neut gen pl στρογγυλόω to be round imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στρογγυλόω to be round imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγύλως — στρογγύλος round adverbial στρογγύλος round masc acc pl (doric) στρογγυλόω to be round imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»